- ντρεσάρω
- ντρεσάρω, ντρεσάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκγυμνάζω — εκγύμνασα, εκγυμνάστηκα, εκγυμνασμένος, μτβ. 1. γυμνάζω τελείως, εξασκώ, προπονώ: Εκγυμνάστηκε στην ιππασία. 2. (για ζώα), με κατάλληλη άσκηση δαμάζω ζώο και το κάνω ικανό για ορισμένα γυμνάσματα, το ντρεσάρω: Εκγυμνάζει λιοντάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)